Η ΑΡΣΙΣ – Κοινωνική Οργάνωσης Υποστήριξης Νέων ιδρύθηκε το 1992 και έκτοτε λειτουργεί αναπτύσσοντας δράσεις για την προστασία και υποστήριξη των παιδιών και των νέων που αντιμετωπίζουν προβλήματα κοινωνικού αποκλεισμού, την προάσπιση των δικαιωμάτων τους, καθώς και την πρόληψη της περιθωριοποίησης και την προώθηση της κοινωνικής τους συμμετοχής.
Με λύπη μας διαπιστώσαμε την ανάρτηση ανώνυμου ειδησεογραφικού ρεπορτάζ του μέσου Thestival.gr Βόρειας Ελλάδας στις 23/10/2020 το οποίο αφορά στον θεσμό της προστατευτικής φύλαξης ασυνόδευτων ανηλίκων σε νοσοκομεία, δυστυχώς όμως το χαρακτηρίζουν καταφανείς ανακρίβειες και έλλειψη στοιχειώδους δημοσιογραφικής έρευνας.
Πιο συγκεκριμένα, το ρεπορτάζ διαλαμβάνει το κατά τ’ άλλα υπαρκτό πρόβλημα της απασχόλησης αστυνομικών υπαλλήλων για τη φύλαξη ασυνόδευτων ανηλίκων, χωρίς όμως να αποτυπώνεται η πραγματική εικόνα του ζητήματος.
Ο θεσμός της προστατευτικής φύλαξης ρυθμίζεται από το άρθρο 118 ΠΔ 141/1991 περί προστατευτικής φύλαξης προσώπων: «1. Σε προστατευτική φύλαξη τίθενται πρόσωπα τα οποία, λόγω ηλικίας ή ψυχικής ή πνευματικής κατάστασης στην οποία βρίσκονται, είναι επικίνδυνα στη δημόσια τάξη ή εκθέτουν τον εαυτόν τους σε κίνδυνο.
2. Σε προστατευτική φύλαξη τίθενται, μέχρι την παράδοσή τους στους οικείους τους, ιδίως: α. Ανήλικοι, που εκούσια ή ακούσια, έχουν εξαφανιστεί. β. Ψυχοπαθείς. γ. Μεθυσμένοι. 3. Η προστατευτική φύλαξη δεν θεωρείται σύλληψη υπαγόμενη στις διατάξεις του κώδικα Ποινικής Δικονομίας. 4. Τα πρόσωπα που τίθενται σε προστατευτική φύλαξη δεν κλείνονται στο κρατητήριο, εκτός αν δεν μπορεί να αποτραπούν με άλλο τρόπο οι κίνδυνοι που προκαλούν στον εαυτό τους ή τους άλλους. 5. Για τη θέση προσώπου σε προστατευτική φύλαξη συντάσσεται έκθεση που υποβάλλεται στον Εισαγγελέα πλημμελειοδικών και γίνεται σχετική εγγραφή στο βιβλίο. Αδικημάτων και Συμβάντων. Στην έκθεση αναγράφονται εκτός των άλλων ο λόγος της προστατευτικής φύλαξης και ο χρόνος έναρξης και λήξης αυτής».
Ο θεσμός της «προστατευτικής φύλαξης» δεν αφορά, όπως αναφέρεται στο ρεπορτάζ «παραβάτες ανηλίκους» αλλά όλους τους ασυνόδευτους ανηλίκους που βρίσκονται στη χώρα μας. Στην πράξη αυτή η πρόβλεψη, παρότι πρόκειται για εξαιρετικό μέτρο, εφαρμόζεται κατά κανόνα στις περιπτώσεις ασυνόδευτων ανηλίκων υπηκόων τρίτων χωρών, οι οποίοι/ες τοποθετούνται σε αστυνομικά τμήματα, ελλείψει άλλης πρόβλεψης της Πολιτείας, μέχρι να βρεθεί για αυτούς/ές θέση σε κατάλληλη δομή φιλοξενίας. Επιπλέον, επειδή οι διαθέσιμες θέσεις είναι πολύ λιγότερες από το σύνολο των ασυνόδευτων στην ελληνική επικράτεια, η παραμονή τους σε κάποιο κρατητήριο μπορεί να ξεπεράσει τους δύο μήνες, ενώ ενίοτε μπορεί να φτάσει και τους τρεις μήνες. Οι συνθήκες κράτησης είναι χειρότερες από αυτές των ποινικών κρατουμένων, καθώς δεν υπάρχει δυνατότητα για προαυλισμό, χρήση του κινητού τους τηλεφώνου, πρόσβαση σε εκπαίδευση / κοινωνικές υπηρεσίες / ψυχολογική υποστήριξη / διερμηνεία και λοιπές υπηρεσίες.
Η παραμονή ασυνόδευτων ανηλίκων σε Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης αποτελεί ακόμα μία μορφή προστατευτικής φύλαξης. Το Ελληνικό Κράτος έχει καταδικασθεί πολλάκις από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων Ανθρώπου για την πρακτική αυτή, η οποία χαρακτηρίζεται ως παράνομη κι εξευτελιστική μεταχείριση.
Αποτελεί γεγονός το ότι είτε κατά τη διάρκεια αστυνομικού ελέγχου, είτε από αναφορά πολίτη ή κάποιας οργάνωσης, είτε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας όπου εμπλέκεται ασυνόδευτος ανήλικος ως παθών/μάρτυρας/ύποπτος ή κατηγορούμενος, η αστυνομία τον οδηγεί είτε στο Τμήμα Διαχείρισης Μετανάστευσης Μυγδονίας, είτε στα Κρατητήρια της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης, είτε στο Τμήμα Διαχείρισης Μετανάστευσης Θεσσαλονίκης εάν πρόκειται για ανήλικη προκειμένου να τεθεί σε φύλαξη. Η περίπτωση κατά την οποία ένας ανήλικος καταλήγει σε προστατευτική φύλαξη στο πλαίσιο αστυνομικής προανάκρισης είναι μόνο μία από τις πιθανές περιπτώσεις και σίγουρα η λιγότερο συνηθισμένη.
Το μέτρο της τοποθέτησης ασυνόδευτων ανηλίκων σε πτέρυγα νοσοκομείου είναι κατ’ εξοχήν εξαιρετικό και εφαρμόζεται αποκλειστικά για ανηλίκους κάτω των δεκατεσσάρων ετών. Η διαταγή δίνεται από την Εισαγγελέα Ανηλίκων Θεσσαλονίκης και ο λόγος είναι το ότι ο εγκλεισμός ενός δεκάχρονου ή δεκατριάχρονου παιδιού σε κελί αστυνομικού τμήματος είναι προφανώς δυσανάλογα επιβαρυντικός και δεν μπορεί να βρει έρεισμα ούτε στην ανάγκη για προφύλαξη του παιδιού από εξωτερικούς κινδύνους, εκμετάλλευση και λοιπά.
Από την πολύχρονη εμπειρία μας στο πεδίο, δεν έχουμε διαπιστώσει κάποια περίπτωση δεκατριάχρονου «παραβάτη», που διενεργεί «κλοπές και διαρρήξεις», όπως περιγράφει ο/η ανώνυμος/η συντάκτης/ρια, με αποτέλεσμα να τεθεί σε προστατευτική φύλαξη σε νοσοκομείο.
Συμπερασματικά, η παρουσία αστυνομικών στα Δημόσια Νοσοκομεία όπου διενεργείται προστατευτική φύλαξη δεν έχει καμία σχέση με το αν ο ανήλικος ο οποίος φυλάσσεται έχει «συλληφθεί» και αποτελεί απλά προέκταση του καθήκοντος φύλαξης των ανηλίκων το οποίο έχει επωμιστεί η ΕΛΑΣ, ελλείψει άλλης πρόβλεψης. Επιπλέον, η φύλαξη των ανηλίκων πραγματοποιείται ως επί το πλείστον σε παιδιατρικές κλινικές και όχι σε παιδοψυχιατρικές όπως αναφέρεται στο άρθρο, εκτός μόνον αν υπάρχει ανάγκη παιδοψυχιατρικής βοήθειας.
Επομένως, ενώ προφανώς τα εν λόγω καθήκοντα δεν θα έπρεπε να αντιστοιχούν σε αστυνομικούς υπαλλήλους, οι οποίοι δεν έχουν την κατάλληλη εκπαίδευση και τυπικά προσόντα για έναν τέτοιον ρόλο, κι ενώ ολόκληρος ο θεσμός της προστατευτικής φύλαξης αποτελεί καίριο πρόβλημα της Ελληνικής Πολιτείας, δημοσιεύματα όπως το αναφερόμενο δεν εισφέρουν τίποτα για την βελτίωση της κατάστασης, αντίθετα πολύ φοβόμαστε ότι θολώνουν τα νερά παρουσιάζοντας ανακριβείς ειδήσεις, χωρίς στοιχειώδη έρευνα του νόμου και των πραγματικών περιστατικών. Μάλιστα, η δημιουργία μιας εικόνας του «ανήλικου μετανάστη – παραβάτη» ακόμα περισσότερο δεν βοηθάει τον αναγνώστη να αντιληφθεί τις παραμέτρους του προβλήματος.
Σχετικά:
https://www.e-nomothesia.gr/media/pdf/entypa_astynomias/d_32.doc